- ἐπαλληλίᾳ
- ἐπαλληλίᾱͅ , ἐπαλληλίαsequencefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαλληλία — ἐπαλληλίᾱ , ἐπαλληλία sequence fem nom/voc/acc dual ἐπαλληλίᾱ , ἐπαλληλία sequence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλληλία — Θεμελιώδης αρχή της φυσικής, σύμφωνα με την οποία δύο ή περισσότερες ταλαντώσεις ή κύματα μπορούν να διαδοθούν στον ίδιο χώρο, το ένα ανεξάρτητα από το άλλο και να δώσουν μία μόνο συνισταμένη ταλάντωση ή κύμα. Το γεγονός ότι τα κύματα δρουν… … Dictionary of Greek
επαλληλία — η 1. η εμφάνιση του ενός μετά το άλλο σε αδιάκοπη συνέχεια, η αλληλοδιαδοχή, η διαδοχική σειρά. 2. (φυσ.), φρ., «αρχή της επαλληλίας», η αρχή της γενικής φυσικής, όπου σε κάθε φαινόμενο ή αλλαγή κατάστασης συστήματος, κάθε αίτιο επιφέρει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαλληλίας — ἐπαλληλίᾱς , ἐπαλληλία sequence fem acc pl ἐπαλληλίᾱς , ἐπαλληλία sequence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλληλίαι — ἐπαλληλίᾱͅ , ἐπαλληλία sequence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλληλίαν — ἐπαλληλίᾱν , ἐπαλληλία sequence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρότημα — Φαινόμενο που οφείλεται σε μία ακολουθία αυξήσεων και ελαττώσεων της έντασης ενός ήχου, ο οποίος προέρχεται από την επαλληλία δύο ηχητικών κυμάνσεων με μικρή διαφορά στο ύψος, δηλαδή στις συχνότητές τους. Γενικότερα, το δ. ορίζεται ως η σύνθεση… … Dictionary of Greek
αλληλουχία — Η αμοιβαία σύνδεση· η συνάφεια· η λογική συγκρότηση· η συνοχή. (Φιλοσ.) Η λογική προσαρμογή των ιδεών μεταξύ τους, ο στενός δεσμός των φαινομένων. Σχετικά με το περιεχόμενο της α. διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (200 250… … Dictionary of Greek
επαλληλότης — ἐπαλληλότης, η (Α) η επαλληλία … Dictionary of Greek
επισυνέμπτωσις — ἐπισυνέμπτωσις, ή (Μ) η ομοιοκαταληξία τών λέξεων και η επαλληλία τών συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνέμπτωσις «σύμπτωση μέτρων, τύπων»] … Dictionary of Greek